- τίφινος
- τίφινος, η, ον,A of
τίφη 1
, Gal.6.504, Orib.1.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τίφη 1
, Gal.6.504, Orib.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τίφινος — ίνη, ον, Α [τίφη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τίφη … Dictionary of Greek
τιφίνων — τίφινος of fem gen pl τίφινος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίφινοι — τίφινος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)